Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

о-ва Νόβαγια Ζεμλιά

См. также в других словарях:

  • Νόβαγια Ζεμλιά — (Novaya Zemlya). Αρχιπέλαγος (965 χλμ.) του Βόρειου Παγωμένου ωκεανού, που ανήκει στη Ρωσία και αποτελεί το βορειοανατολικό τμήμα της επαρχίας Αρχαγγέλου. Βλ. λ. Νέα Γη …   Dictionary of Greek

  • Μπάρεντς, Βίλεμ — (Willem Barents, 1550 – 1597;). Ολλανδός θαλασσοπόρος, γνωστός κυρίως για τις απόπειρές του να διασχίσει την προς ΒΑ δίοδο. Το 1594 95, ενώ προσπαθούσε να φτάσει στην Κίνα πλέοντας κατά μήκος των βόρειων ακτών της Ευρασίας, έφτασε στη Νόβαγια… …   Dictionary of Greek

  • Αρκτικός ωκεανός — Θαλάσσια έκταση (13.980.000 τ.χλμ.) που εκτείνεται στην περιοχή του Βόρειου Πόλου και περιβάλλεται κατά μεγάλο μέρος από στεριά· βρέχει τις βόρειες περιοχές της Ασίας, της Ευρώπης και της Αμερικής. Τα όριά του είναι σαφή προς την πλευρά του… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • βακαλάος — Με την ονομασία αυτή πωλείται στο εμπόριο κατάλληλα επεξεργασμένος ο τελεόστεος ιχθύς γάδος καλλαρίας, γνωστός επίσης ως μπακαλιάρος, που ανήκει στην τάξη των γαδομόρφων. Το μήκος του μπορεί να ξεπεράσει το 1,5 μ. και το βάρος του τα 40 κιλά· το… …   Dictionary of Greek

  • κάρα — (Kara). Τοπωνύμιο της Ρωσίας. 1. Ακραίο θαλάσσιο τμήμα (880.000 τ. χλμ.) του Αρκτικού ωκεανού. Έχει μέσο βάθος 127 μ. και μέγιστο βάθος 620 μ. Ορίζεται από την ακτογραμμή της πεδιάδας της δυτικής Σιβηρίας και από τα νησιά Νέα Γη, Γη του… …   Dictionary of Greek

  • κρηπίδα — Όρος της ωκεανογραφίας που περιγράφει την υποθαλάσσια ζώνη του βυθού των θαλασσών. Η θαλάσσια κ. φτάνει σε βάθος 200 μ. Η μορφή της επιφάνειας της ηπειρωτικής κ. οφείλεται κυρίως σε ενέργειες σημειούμενες σε περιόδους κατά τις οποίες η στάθμη της …   Dictionary of Greek

  • εξερευνήσεις, γεωγραφικές — Ταξίδια σε μακρινούς και άγνωστους τόπους, που από τα πανάρχαια χρόνια επιχειρούσε ο άνθρωπος για οικονομικούς, πολιτικούς, στρατιωτικούς και άλλους λόγους ή ακόμα –ιδιαίτερα κατά τους νεότερους χρόνους– για επιστημονική έρευνα. Το εμπορικό όμως… …   Dictionary of Greek

  • Μπάρεντς, θάλασσα του- — (ρωσ. Μπαρέντσοβο Μόρε, νορβηγ. Barents Havet). Τμήμα του Αρκτικού ωκεανού, που περιλαμβάνεται μεταξύ των νησιών Σβάλμπαρντ και του αρχιπελάγους Φραγκίσκου Ιωσήφ, της Νόβαγια Ζεμλιά και των ακτών της βόρειας Ευρώπης. Συγκοινωνεί στα Α με τη… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Γη — I (Newfoundland). Νησί (112.300 τ. χλμ., 175.500 κάτ.) του ανατολικού Καναδά, στον Ατλαντικό ωκεανό, μεταξύ των χερσονήσων του Λαμπραντόρ προς Β Δ και της Νέας Σκοτίας προς Ν Δ. Παρουσιάζει βαθιούς μυχούς, κατά ένα μέρος παγετωνικής προέλευσης,… …   Dictionary of Greek

  • Πάγερ, Γιούλιους φον- — (Payer, Σέναου, Βοημία [σημερινό Τέπλιτσε Σάνοφ] 1842 – Φέλντες [σημερινό Μπλεντ] Καρνιόλη 1915). Aυστριακός εξερευνητής. Μανιώδης αλπινιστής, επιχείρησε πολλές αναβάσεις (όπως στην κορυφή του Ανταμέλο το 1864 κ.α.). Ως αξιωματικός του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»